- χώρημα
- χώρημαspaceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χώρημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χωρῶ] (κυριολ. και μτφ.) ο χώρος, ο τόπος, το μέρος στο οποίο περιέχεται κάτι (α. «ἔλυτρον τὸ ὑγρῶν χώρημα», Αμμων. β. «χώρημα τοῡ πονηροῡ δαίμονος ἡ ψυχή», Πορφ.) αρχ. 1. κοιλότητα 2. ο υμένας που περιβάλλει το έμβρυο στη μήτρα… … Dictionary of Greek
χωρημάτων — χώρημα space neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρήμασι — χώρημα space neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρήμασιν — χώρημα space neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρήματα — χώρημα space neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρήματι — χώρημα space neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρήματος — χώρημα space neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυττοί — κυττοί, οι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δεκτικόν χώρημα, καθώς ποτήριον» … Dictionary of Greek
χωρημάτιον — τὸ, Μ [χώρημα, ήματος] υποκορ. μικρός κοιτώνας, κοιτωνίσκος … Dictionary of Greek